-
1 bölüştürme
κατανομή. -
2 dağılım
κατανομή, διανομή -
3 dağıtma
κατανομή, διανομή -
4 distribuce
κατανομή -
5 rozdání
κατανομή -
6 rozdělování
κατανομή -
7 roznáška
κατανομή -
8 roztřídění
κατανομή -
9 attribution
κατανομή -
10 dystrybucja
κατανομή -
11 rozdzielanie
κατανομή -
12 rozdzielenie
κατανομή -
13 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
14 разделение
разделение с η διαίρεση· ο χωρισμός (разъединение)' \разделение труда η κατανομή της εργασίας* * *сη διαίρεση; ο χωρισμός ( разъединение)разделе́ние труда́ — η κατανομή της εργασίας
-
15 разделение
разделениес ὁ χωρισμός, ἡ διαίρεση[-ις]/ ἡ διανομή, ἡ κατανομή, ὁ διαμοιρασμός (распределение):\разделение труда́ ἡ κατανομή τής ἐργασίας. -
16 выделение
1. (обособление, отбор) το ξεχώρισμα, ο διαχωρισμός 2. (средств) η κατανομή, η διανομή, η κατακύρωση 3. (извлечение из чего-л.) η εξαγωγή ^(испускание тепла, света и т.п.) η έκλυσηη εκπομπή5. (образование осадка и т.п.) η δημιουργία б.(утечка) η έκλυση 7. (в тексте) η υπογράμμιση, η πιό έντονη παρουσίαση (στο κείμενο) 8. (металла на аноде или катоде при электролизе) η κατακάθιση, η εμφάνιση, το ίζημα 9. юр. о διαχωρισμός, η εκχώρηση 10. -я мн. физиол. οι εκκρίσεις (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделение
-
17 разбиение
мат. η υποδιαίρεση, η κατανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбиение
-
18 развёрстка
1. полигр. η διάταξηη διαρρύθμιση2. (распределение) η διανομήη κατανομήη τακτοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > развёрстка
-
19 раздача
1. (распределение) η διανομή, η κατανομή 2. (увеличение периметра поперечного сечения полой заготовки) η διαστολή, η εκτόνωση, η διεύρυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздача
-
20 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
См. также в других словарях:
κατανομῇ — κατανομή pasture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομή — pasture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομή — η (Α κατανομή) [κατανέμω] νεοελλ. το μοίρασμα, ο διαμερισμός («δίκαιη κατανομή τού εθνικού προϊόντος») αρχ. η νομή, η βοσκή … Dictionary of Greek
κατανομή — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατανέμω, διανομή, διαίρεση: Έκαμε την κατανομή των ρόλων του θεατρικού έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατανομαῖς — κατανομή pasture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομῆς — κατανομή pasture fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομήν — κατανομή pasture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανομῶν — κατανομή pasture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek